- αρρυθμία, καρδιακή
- Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς προκαλεί τη ρυθμική συστολή της. Φυσιολογικά, η καρδιά συστέλλεται με συχνότητα 60-80 παλμών το λεπτό, επειδή από τον φλεβόκομβο, που αντιπροσωπεύει το ρυθμιστικό κέντρο των παλμών, αναχωρούν ερεθίσματα κατά κανονικά χρονικά διαστήματα που διανέμονται σε ολόκληρο το μυοκάρδιο μέσω του ενδοκαρδιακού συστήματος αγωγής (νομότοπος ρυθμός). Μερικές φορές, αντίθετα, από αίτια παθολογικά, το ερέθισμα ξεκινά από ένα άλλο σημείο του ενδοκαρδιακού συστήματος αγωγής και γι’ αυτό παράγεται ένας ετερότοπος ρυθμός. Από τις διάφορες μορφές κ.α. κυριότερες είναι η φλεβοκομβική, η εκτακτοσυστολική, η μαρμαρυγή των κόλπων και, τέλος, οι διαταραχές του καρδιακού ρυθμού που οφείλονται σε βλάβη του συστήματος αγωγής, με αποτέλεσμα τον ολικό ή μερικό αποκλεισμό της διέγερσης, που προκαλεί μερικές φορές και τον θάνατο.
Η εμφάνιση κ.α. σχεδόν πάντα σημαίνει την ύπαρξη πρόσφατης ή παλιάς καρδιακής βλάβης. Ιδιαίτερα χρήσιμο για τη διάγνωσή της είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, που επιτρέπει να εξακριβωθούν η φύση και η σοβαρότητα της κ.α. Για τη θεραπεία της πάθησης χρησιμοποιούνται τόσο φάρμακα που επιδρούν στην ερεθιστικότητα της καρδιάς (π.χ. δακτυλίτιδα, κινιδίνη) όσο και φάρμακα εναντίον της νόσου που προκάλεσε την κ.α. (αρτηριοσκλήρυνση, σύφιλη, δηλητηριάσεις κ.ά.).
Καρδιακή αρρυθμία. Δύο χαρακτηριστικά καρδιογραφήματα: πάνω, καρδιογράφημα φυσιολογικής καρδιάς· κάτω, ένα καρδιογράφημα άρρυθμης καρδιάς, η οποία πάσχει από μαρμαρυγή των κόλπων.
Dictionary of Greek. 2013.